- πιλητικος
- πιλητικόςπῑλητικός3сжимающий, уплотняющий
(τὸ ψῦχος Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸ ψῦχος Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πιλητικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλητικός — ή, όν, Α [πιλητός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίληση 2. (για το ψύχος) εκείνος που προκαλεί συμπύκνωση 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πιλητική η τέχνη τού πιλητή … Dictionary of Greek
πιλητικά — πιλητικός of neut nom/voc/acc pl πιλητικά̱ , πιλητικός of fem nom/voc/acc dual πιλητικά̱ , πιλητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλητικόν — πιλητικός of masc acc sg πιλητικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλητικῆς — πιλητικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλητική — πιλητικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλητικήν — πιλητικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλητικάς — πιλητικά̱ς , πιλητικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)